κοινωφελεια

κοινωφελεια
    κοινωφέλεια
    κοιν-ωφέλεια
    ἥ общее благо, общая польза Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοινωφελεια" в других словарях:

  • κοινωφέλεια — η (AM κοινωφέλεια, Α και κοινωφελία) [κοινωφελής] όφελος, ευεργέτημα που προορίζεται για το κοινωνικό σύνολο, κοινή χρησιμότητα, κοινή ωφελιμότητα …   Dictionary of Greek

  • κοινωφέλεια — η κοινή ωφελιμότητα, ωφέλεια που προορίζεται για το κοινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωφελία — κοινωφελία, ἡ (Α) βλ. κοινωφέλεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»